- συνεκλαμπω
- συνεκλάμπωσυν-εκλάμπωодновременно вспыхивать, вместе светиться
(ἥ θάλαττα ταῖς φλοξὴ συνεκλάμπει Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ θάλαττα ταῖς φλοξὴ συνεκλάμπει Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκλάμπω — ΜΑ αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek